Νεα / Ρεπορτάζ Ωραιοκάστρου
Άρθρο στην εφημερίδα “ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ”
“Η προσοχή της κυβέρνησης Μητσοτάκη διαφαίνεται ότι έχει στο επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη, προσπαθώντας σταδιακά να καλύψει το σημαντικό χάσμα μεταξύ δυτικών και ανατολικών περιοχών του πολεοδομικού συγκροτήματος, μέσα από δρομολογημένα μεγάλα έργα υποδομής και αναπτυξιακές παρεμβάσεις.
Άλλωστε, ένα από τα ζητούμενα επί χρόνια στη χώρα είναι η ισόρροπη ανάπτυξη. Βέβαια, δεν είναι ζητούμενο μόνο στην Ελλάδα των έντονων ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων, αλλά σε όλη την Ευρώπη. Γι’ αυτό συχνά πυκνά η Ε.Ε. αναφέρεται στους όρους σύγκλισης, συνοχής, μετασχηματισμού και κάλυψης των χασμάτων, από το ψηφιακό, το μορφωτικό ή το κοινωνικό, μέχρι το χάσμα μεταξύ αστικών κέντρων και υπαίθρου.
Το έλλειμμα αναπτυξιακών υποδομών στον αγροτικό – παραγωγικό χώρο, στην ύπαιθρο δηλαδή της Θεσσαλονίκης, έχει κάνει δυστυχώς διαχρονικά εμφανές ένα άλλο χάσμα. Αυτό μεταξύ πολιτών εντός και εκτός πολεοδομικού συγκροτήματος, χάσμα για το οποίο γινόμαστε δέκτες έντονης δυσαρέσκειας.
Θεωρώ, ότι η προσοχή της κυβέρνησης τα επόμενα χρόνια πρέπει να εστιαστεί στοχευμένα στους οχτώ περιφερειακούς Δήμους, εκτός πολεοδομικού συγκροτήματος, όχι απλώς για να καλύψει τα κενά τους, αλλά να αναδείξει τις επιμέρους αναπτυξιακές προοπτικές τους. Απαιτείται σχεδιασμός υπερτοπικών αναπτυξιακών υποδομών, οι οποίες θα ενισχύσουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της εκάστοτε περιοχής και θα αξιοποιήσουν το ανθρώπινο δυναμικό της υπαίθρου, το οποίο ειδικότερα στη Β’ Θεσσαλονίκης έχει αυξηθεί, σύμφωνα με την πρόσφατη απογραφή πληθυσμού.
Η ύπαιθρος για παράδειγμα του Δήμου Ωραιοκάστρου, εκτός από τα πλεονεκτήματα της εγγύτητας στο πολεοδομικό συγκρότημα, τα διεθνή οδικά (Εγνατία Οδός) ή ενεργειακά δίκτυα, έχει το δικό της εξελισσόμενο παραγωγικό χώρο στον τομέα της μεταποίησης (βιομηχανικές & βιοτεχνικές μονάδες), καθώς και στον πρωτογενή τομέα (μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες βοοειδών, πτηνοτροφεία κλπ) στα οποία και πρέπει να δοθεί η ανάλογη βαρύτητα σε υποδομές. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την ύπαιθρο του Δήμου Λαγκαδά, η οποία συνδυάζει τα ανωτέρω χαρακτηριστικά παράλληλα με στοιχεία τουριστικής και οικολογικής ανάδειξης, που όμως στερούνται αυτονόητων υποδομών.
Δεν μπορεί π.χ. να μην έχει ολοκληρωθεί ακόμη ο κόμβος των Λουτρών Λαγκαδά ή να παραμένει αδρανής η οικοτουριστική εκμετάλλευση των λιμνών Κορώνειας και Βόλβης. Δεν μπορεί επίσης, να μην έχουν εκσυγχρονιστεί αποφασιστικά οι οδικές ή σιδηροδρομικές συνδέσεις στην περιοχή της ΒΙΠΕΘ, καθώς και οι αντίστοιχες υποδομές στους αμιγώς αγρο-παραγωγικούς Δήμους Δέλτα και Χαλκηδόνας. Πως μπορούμε να καυχόμαστε για τις σημαντικές εξαγωγές μυδιών και ρυζιού ή για τη λειτουργία στα Κουφάλια της μεγαλύτερης μακεδονικής γαλακτοβιομηχανίας, όταν τα φορτηγά διεθνών μεταφορών δεινοπαθούν να προσεγγίσουν τις παραγωγικές εγκαταστάσεις;
Από την άλλη πλευρά δεν μπορούμε να χαρακτηρίζουμε, για παράδειγμα, το Δήμο Θερμαϊκού ως εμβληματικό τουριστικό προορισμό της Θεσσαλονίκης ή ως περιοχή που λειτουργεί η μεγαλύτερη Ιχθυόσκαλα στη Β. Ελλάδα και η οδική πρόσβαση να παραμένει προβληματική έως επικίνδυνη.
Πέραν όλων των ενδεικτικών αυτών σημαντικών κενών, για τα οποία υποτίθεται υπάρχουν μελέτες ή τοπικός σχεδιασμός, παρατηρείται και ακόμη ένα σοβαρό έλλειμμα. Πρόκειται για τη μη χωροθέτηση έστω μιας αναπτυξιακής υποδομής στην ευρύτερη περιοχή της Β’ Θεσσαλονίκης. Δεν υπάρχει καν σχέδιο για μια τέτοια υποδομή, που θα έδειχνε στους πολίτες της Β΄ Θεσσαλονίκης ότι δεν παραμένουν πολίτες Β’ κατηγορίας. Γιατί η Πολιτεία δυστυχώς εγκλωβίζεται στο σχεδιασμό μεγάλων υποερτοπικών υποδομών, διότι είναι αυτονόητο ότι δεν έχει τη δυνατότητα να εμβαθύνει στην υπεραξία κάθε περιοχής, κάτι το οποίο μόνο οι φορείς της Αυτοδιοίκησης είναι σε θέση να αναδείξουν ή να της υποδείξουν.
Γιατί μπορεί η ύπαιθρος της Θεσσαλονίκης να είναι δέκτης μιας σειράς από μεγάλες υπερτοπικές υποδομές, η σκοπιμότητα τους όμως στην ουσία εξυπηρετεί πρωτίστως το πολεοδομικό συγκρότημα. Δεν καθιστούν δηλαδή ταυτόχρονα την ίδια την ύπαιθρο της Θεσσαλονίκης ως πόλο ή επίκεντρο ανάπτυξης και επενδύσεων δημοσίων υποδομών.
Ένα θετικό παράδειγμα προς την προσέγγιση αυτή που αναλύουμε, αποτελεί η επένδυση ανέγερσης του νέου Πανεπιστημιακού Παιδιατρικού Νοσοκομείου στο Φίλυρο με δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, η οποία είναι προφανές ότι θα δημιουργήσει το δικό της αναπτυξιακό αποτύπωμα στην ευρύτερη περιοχή.
Πρότασή μου λοιπόν, είναι εν όψει της έναρξης του νέου ΕΣΠΑ (οι σχετικές προσκλήσεις θα ανοίξουν εντός του έτους και πάντως μετά το καλοκαίρι) οι αυτοδιοικητικοί και γενικότερα οι τοπικοί αναπτυξιακοί φορείς της Β’ Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με την κυβέρνηση, να εντοπίσουμε, να αναδείξουμε και να επιδιώξουμε σθεναρά την ένταξη και υλοποίηση εμβληματικών παρεμβάσεων με αναπτυξιακό πρόσημο για κάθε περιοχή, προκειμένου να γεφυρωθεί το όποιο χάσμα δημιουργείται σήμερα στην κοινωνία του νομού Θεσσαλονίκης.
Χωρίς ευρύτερο, στοχευμένο και διαλειτουργικό σχεδιασμό, δυστυχώς θα συζητάμε τα ίδια πράγματα για πολλά ακόμη χρόνια και το χάσμα στην ανάπτυξη και την εξέλιξη θα διευρύνεται, απειλώντας ακόμη και την κοινωνική συνοχή μεταξύ των αστικών κέντρων και της υπαίθρου.
Φάνης Παπάς
Πολιτευτής Ν.Δ. (πρώτος επιλαχών Βουλευτής) Β’ Θεσσαλονίκης”